Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προμνημονεύω
προμνηστεύομαι
προμνηστικός
προμνηστῖνοι
προμνήστρια
πρόμοιρος
προμοιχεύω
προμολεῖν
προμολή
πρόμος
προμόσχευσις
προμοσχεύω
πρόμουλον
προμοχθέω
πρόμοχθοι
προμυέω
προμύησις
προμυθία
προμνθίκτρια
προμύθιον
προμυκτήριον
View word page
προμόσχευσις
προμόσχ-ευσις, εως, ,
A). planting out of cuttings, Gloss.


ShortDef

planting out

Debugging

Headword:
προμόσχευσις
Headword (normalized):
προμόσχευσις
Headword (normalized/stripped):
προμοσχευσις
IDX:
88045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88046
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προμόσχ-ευσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">planting out</span> of cuttings, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}