Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προμισθωτής
προμνάμων
προμνάομαι
προμνημονεύω
προμνηστεύομαι
προμνηστικός
προμνηστῖνοι
προμνήστρια
πρόμοιρος
προμοιχεύω
προμολεῖν
προμολή
πρόμος
προμόσχευσις
προμοσχεύω
πρόμουλον
προμοχθέω
πρόμοχθοι
προμυέω
προμύησις
προμυθία
View word page
προμολεῖν
προμολεῖν,
A). v. προβλώσκω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προμολεῖν
Headword (normalized):
προμολεῖν
Headword (normalized/stripped):
προμολειν
IDX:
88042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88043
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προμολεῖν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προβλώσκω.</span> </div> </div><br><br>'}