Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προμηκικῶς
προμηλόω
προμηνηταιος
προμήνυσις
προμηνυτής
προμηνύτρια
προμηνύω
προμήτωρ
προμηχανάομαι
προμιαίνω
προμίγνυμι
προμικκ<ιχ>ιδδόμενος
προμιμνήσκω
προμισθόομαι
προμίσθωσις
προμισθωτής
προμνάμων
προμνάομαι
προμνημονεύω
προμνηστεύομαι
προμνηστικός
View word page
προμίγνυμι
προμίγνυμι,
A). v. προμείγνυμι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προμίγνυμι
Headword (normalized):
προμίγνυμι
Headword (normalized/stripped):
προμιγνυμι
IDX:
88027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88028
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προμίγνυμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προμείγνυμι.</span> </div> </div><br><br>'}