Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προμηθεύομαι
προμηθεύς
προμηθευτικός
προμηθής
προμηθητέον
προμηθία
προμηθικῶς
προμήκης
προμηκικῶς
προμηλόω
προμηνηταιος
προμήνυσις
προμηνυτής
προμηνύτρια
προμηνύω
προμήτωρ
προμηχανάομαι
προμιαίνω
προμίγνυμι
προμικκ<ιχ>ιδδόμενος
προμιμνήσκω
View word page
προμηνηταιος
προμην-ηταιος, =
A). venerabilis, Gloss. (dub.).


ShortDef

venerabilis

Debugging

Headword:
προμηνηταιος
Headword (normalized):
προμηνηταιος
Headword (normalized/stripped):
προμηνηταιος
IDX:
88019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88020
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προμην-ηταιος</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">venerabilis,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> (dub.).</div> </div><br><br>'}