Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προμέτρης
προμετρητής
προμετρητός
πρόμετρος
προμετωπίδιος
προμετωπίς
προμέτωπος
προμήθεια
προμήθειος
προμηθέομαι
προμηθεύομαι
προμηθεύς
προμηθευτικός
προμηθής
προμηθητέον
προμηθία
προμηθικῶς
προμήκης
προμηκικῶς
προμηλόω
προμηνηταιος
View word page
προμηθεύομαι
προμηθ-εύομαι
, = foreg., c. acc.,
Alex.Aphr.
Pr.Praef.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προμηθεύομαι
Headword (normalized):
προμηθεύομαι
Headword (normalized/stripped):
προμηθευομαι
IDX:
88009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88010
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προμηθ-εύομαι</span>, = foreg., c. acc., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alex.Aphr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pr.Praef.</span> </span> </div><br><br>'}