Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προμεσουράνημα
προμεταβάλλω
προμεταλλαγή
προμετρέω
προμέτρης
προμετρητής
προμετρητός
πρόμετρος
προμετωπίδιος
προμετωπίς
προμέτωπος
προμήθεια
προμήθειος
προμηθέομαι
προμηθεύομαι
προμηθεύς
προμηθευτικός
προμηθής
προμηθητέον
προμηθία
προμηθικῶς
View word page
προμέτωπος
προμέτωπ-ος, ον,
A). with prominent forehead, Erot. s.v. φοξοί.


ShortDef

with prominent forehead

Debugging

Headword:
προμέτωπος
Headword (normalized):
προμέτωπος
Headword (normalized/stripped):
προμετωπος
IDX:
88005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88006
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προμέτωπ-ος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with prominent forehead,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Erot.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">φοξοί.</span> </div> </div><br><br>'}