Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Προμένειος
προμερίζω
προμεριμνάω
προμεσόζευξις
προμεσουράνημα
προμεταβάλλω
προμεταλλαγή
προμετρέω
προμέτρης
προμετρητής
προμετρητός
πρόμετρος
προμετωπίδιος
προμετωπίς
προμέτωπος
προμήθεια
προμήθειος
προμηθέομαι
προμηθεύομαι
προμηθεύς
προμηθευτικός
View word page
προμετρητός
προμετρ-ητός, , όν,
A). measured out beforehand, Poll. 4.166 .


ShortDef

measured out beforehand

Debugging

Headword:
προμετρητός
Headword (normalized):
προμετρητός
Headword (normalized/stripped):
προμετρητος
IDX:
88001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-88002
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προμετρ-ητός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">measured out beforehand,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:4:166" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:4.166/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 4.166 </a>.</div> </div><br><br>'}