Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προμείγνυμι
προμελαίνομαι
προμελετάω
Προμένειος
προμερίζω
προμεριμνάω
προμεσόζευξις
προμεσουράνημα
προμεταβάλλω
προμεταλλαγή
προμετρέω
προμέτρης
προμετρητής
προμετρητός
πρόμετρος
προμετωπίδιος
προμετωπίς
προμέτωπος
προμήθεια
προμήθειος
προμηθέομαι
View word page
προμετρέω
προμετρ-έω,
A). measure out before, Poll. 4.166 ; Ὁμήρῳ ἀρκέσει -μετρηθὲν τὸ τῆς τιμῆς Stob. 2.7.3e .


ShortDef

measure out before

Debugging

Headword:
προμετρέω
Headword (normalized):
προμετρέω
Headword (normalized/stripped):
προμετρεω
IDX:
87998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87999
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προμετρ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">measure out before,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:4:166" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0542.tlg001:4.166/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Poll.</span> 4.166 </a>; <span class="quote greek">Ὁμήρῳ ἀρκέσει -μετρηθὲν τὸ τῆς τιμῆς</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 2.7.3e </span> .</div> </div><br><br>'}