Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόμαχος
προμεθίημι
προμεθύσκομαι
προμείγνυμι
προμελαίνομαι
προμελετάω
Προμένειος
προμερίζω
προμεριμνάω
προμεσόζευξις
προμεσουράνημα
προμεταβάλλω
προμεταλλαγή
προμετρέω
προμέτρης
προμετρητής
προμετρητός
πρόμετρος
προμετωπίδιος
προμετωπίς
προμέτωπος
View word page
προμεσουράνημα
προμεσουράνημα, ατος, τό, Astrol. name of the ninth τόπος, Paul. Al. M. 4 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προμεσουράνημα
Headword (normalized):
προμεσουράνημα
Headword (normalized/stripped):
προμεσουρανημα
IDX:
87995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87996
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προμεσουράνημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Astrol. name of the ninth <span class="foreign greek">τόπος,</span> Paul. Al.<span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">M.</span> 4 </span>.</div><br><br>'}