Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προμάχομαι
προμαχόρμα
πρόμαχος
προμεθίημι
προμεθύσκομαι
προμείγνυμι
προμελαίνομαι
προμελετάω
Προμένειος
προμερίζω
προμεριμνάω
προμεσόζευξις
προμεσουράνημα
προμεταβάλλω
προμεταλλαγή
προμετρέω
προμέτρης
προμετρητής
προμετρητός
πρόμετρος
προμετωπίδιος
View word page
προμεριμνάω
προμεριμνάω,
A). take thought before, τί λαλήσητε Ev.Marc. 13.11 .


ShortDef

to take thought before

Debugging

Headword:
προμεριμνάω
Headword (normalized):
προμεριμνάω
Headword (normalized/stripped):
προμεριμναω
IDX:
87993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87994
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προμεριμνάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">take thought before,</span> <span class="quote greek">τί λαλήσητε</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0031.tlg002.perseus-grc1:13:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0031.tlg002.perseus-grc1:13.11/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">Ev.Marc.</span> 13.11 </a> .</div> </div><br><br>'}