Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προμαχίζω
προμαχιόνιον
προμάχομαι
προμαχόρμα
πρόμαχος
προμεθίημι
προμεθύσκομαι
προμείγνυμι
προμελαίνομαι
προμελετάω
Προμένειος
προμερίζω
προμεριμνάω
προμεσόζευξις
προμεσουράνημα
προμεταβάλλω
προμεταλλαγή
προμετρέω
προμέτρης
προμετρητής
προμετρητός
View word page
Προμένειος
Προμένειος σίδη, a sort of
A). pomegranate, Nic. Al. 490 (ἀπό τινος Προμένου Κρητός Sch.).


ShortDef

pomegranate

Debugging

Headword:
Προμένειος
Headword (normalized):
προμένειος
Headword (normalized/stripped):
προμενειος
IDX:
87991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87992
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Προμένειος</span> <span class="foreign greek">σίδη, </span> a sort of <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pomegranate,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg002:490" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg002:490/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nic.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Al.</span> 490 </a> (<span class="foreign greek">ἀπό τινος Προμένου Κρητός</span> Sch.).</div> </div><br><br>'}