Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προμαχεών
προμαχητικός
προμαχίζω
προμαχιόνιον
προμάχομαι
προμαχόρμα
πρόμαχος
προμεθίημι
προμεθύσκομαι
προμείγνυμι
προμελαίνομαι
προμελετάω
Προμένειος
προμερίζω
προμεριμνάω
προμεσόζευξις
προμεσουράνημα
προμεταβάλλω
προμεταλλαγή
προμετρέω
προμέτρης
View word page
προμελαίνομαι
προμελ-αίνομαι, Pass.,
A). become black at the tip, τοῦ .. προμελαίνεται ἄκρη σφόνδυλος Nic. Th. 797 .


ShortDef

become black at the tip

Debugging

Headword:
προμελαίνομαι
Headword (normalized):
προμελαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
προμελαινομαι
IDX:
87989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87990
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προμελ-αίνομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">become black at the tip,</span> <span class="quote greek">τοῦ .. προμελαίνεται ἄκρη σφόνδυλος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg001:797" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0022.tlg001:797/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nic.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Th.</span> 797 </a> .</div> </div><br><br>'}