Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προμαχεῖα
προμαχέω
προμαχεών
προμαχητικός
προμαχίζω
προμαχιόνιον
προμάχομαι
προμαχόρμα
πρόμαχος
προμεθίημι
προμεθύσκομαι
προμείγνυμι
προμελαίνομαι
προμελετάω
Προμένειος
προμερίζω
προμεριμνάω
προμεσόζευξις
προμεσουράνημα
προμεταβάλλω
προμεταλλαγή
View word page
προμεθύσκομαι
προμεθύσκομαι, Pass.,
A). to be drunk with wine before, aor. -μεθυσθείς Plu. 2.734a .


ShortDef

to be drunk with wine before

Debugging

Headword:
προμεθύσκομαι
Headword (normalized):
προμεθύσκομαι
Headword (normalized/stripped):
προμεθυσκομαι
IDX:
87987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87988
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προμεθύσκομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be drunk with wine before,</span> aor. <span class="quote greek">-μεθυσθείς</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.734a </span> .</div> </div><br><br>'}