Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προμαντεύομαι
προμάντιον
πρόμαντις
προμαντίων
προμάξιμον
προμαραίνω
προμαρτύρομαι
προμασάομαι
προμάσσω
πρόμαστος
προμάτωρ
προμαχεῖα
προμαχέω
προμαχεών
προμαχητικός
προμαχίζω
προμαχιόνιον
προμάχομαι
προμαχόρμα
πρόμαχος
προμεθίημι
View word page
προμάτωρ
προμάτωρ,
A). v. προμήτωρ.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προμάτωρ
Headword (normalized):
προμάτωρ
Headword (normalized/stripped):
προματωρ
IDX:
87976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87977
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προμάτωρ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προμήτωρ.</span> </div> </div><br><br>'}