Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προμαντηΐα
προμάντευμα
προμαντεύομαι
προμάντιον
πρόμαντις
προμαντίων
προμάξιμον
προμαραίνω
προμαρτύρομαι
προμασάομαι
προμάσσω
πρόμαστος
προμάτωρ
προμαχεῖα
προμαχέω
προμαχεών
προμαχητικός
προμαχίζω
προμαχιόνιον
προμάχομαι
προμαχόρμα
View word page
προμάσσω
προμάσσω,
A). knead first, Hsch. s.v. προμάδδας ( Pass.).


ShortDef

knead first

Debugging

Headword:
προμάσσω
Headword (normalized):
προμάσσω
Headword (normalized/stripped):
προμασσω
IDX:
87974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87975
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προμάσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">knead first,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">προμάδδας</span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}