Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προμαλχατεύειν
προμάμμη
προμανθάνω
προμαντεία
προμαντηΐα
προμάντευμα
προμαντεύομαι
προμάντιον
πρόμαντις
προμαντίων
προμάξιμον
προμαραίνω
προμαρτύρομαι
προμασάομαι
προμάσσω
πρόμαστος
προμάτωρ
προμαχεῖα
προμαχέω
προμαχεών
προμαχητικός
View word page
προμάξιμον
προμάξιμον, τό, name of a garment, Sammelb. 7033.42 (v A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προμάξιμον
Headword (normalized):
προμάξιμον
Headword (normalized/stripped):
προμαξιμον
IDX:
87970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87971
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προμάξιμον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, name of a garment, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 7033.42 </span> (v A.D.).</div><br><br>'}