Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόμακρος
προμάλαγγες
προμαλακτήριον
προμαλακύνω
προμάλαξις
προμαλάσσω
πρόμαλος
προμαλχατεύειν
προμάμμη
προμανθάνω
προμαντεία
προμαντηΐα
προμάντευμα
προμαντεύομαι
προμάντιον
πρόμαντις
προμαντίων
προμάξιμον
προμαραίνω
προμαρτύρομαι
προμασάομαι
View word page
προμαντεία
προμαντ-εία, Ion. προμαντ-ηΐη (also Delph.


ShortDef

the right of consulting the Delphic Oracle first

Debugging

Headword:
προμαντεία
Headword (normalized):
προμαντεία
Headword (normalized/stripped):
προμαντεια
IDX:
87963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87964
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προμαντ-εία</span>, Ion. <span class="orth greek">προμαντ-ηΐη</span> (also Delph.</div><br><br>'}