Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προλωβάομαι
προμάδδας
προμάθεια
πρόμακρος
προμάλαγγες
προμαλακτήριον
προμαλακύνω
προμάλαξις
προμαλάσσω
πρόμαλος
προμαλχατεύειν
προμάμμη
προμανθάνω
προμαντεία
προμαντηΐα
προμάντευμα
προμαντεύομαι
προμάντιον
πρόμαντις
προμαντίων
προμάξιμον
View word page
προμαλχατεύειν
προμαλχατεύειν·
μετατροπεύειν,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προμαλχατεύειν
Headword (normalized):
προμαλχατεύειν
Headword (normalized/stripped):
προμαλχατευειν
IDX:
87960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87961
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προμαλχατεύειν·</span> <span class="foreign greek">μετατροπεύειν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}