Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προλιμνάζω
προλιμνάς
προλιμοκτονέομαι
προλιπαίνω
προλιχνεύομαι
προλόβιον
πρόλοβος
προλοβώδης
προλογέω
προλογία1
προλόγια2
προλογίζω
προλογισμός
πρόλογος
πρόλοιπον
προλούω
προλοχίζω
προλοχισμός
προλυμαίνομαι
προλυέομαι
προλύησις
View word page
προλόγια2
προλόγ-ια, τά,
A). = θυσία πρὸ τῶν καρπῶν τελουμένη ( Lacon.), Hsch.


ShortDef

offerings before harvest

Debugging

Headword:
προλόγια2
Headword (normalized):
προλόγια
Headword (normalized/stripped):
προλογια2
IDX:
87936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87937
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προλόγ-ια</span>, <span class="gen greek">τά</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">θυσία πρὸ τῶν καρπῶν τελουμένη</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}