Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προλεσχηνεύομαι
πρόλεσχος
προλευκαίνω
προλεύσσω
πρόλημμα
προλημματίζω
προλήνιον
προληπτέον
προληπτικός
πρόληψις
προλιβανωτίζω
προλιμνάζω
προλιμνάς
προλιμοκτονέομαι
προλιπαίνω
προλιχνεύομαι
προλόβιον
πρόλοβος
προλοβώδης
προλογέω
προλογία1
View word page
προλιβανωτίζω
προλῐβᾰνωτίζω,
A). fumigate with incense previously, PMag.Berol. 2.19 .


ShortDef

fumigate with incense previously

Debugging

Headword:
προλιβανωτίζω
Headword (normalized):
προλιβανωτίζω
Headword (normalized/stripped):
προλιβανωτιζω
IDX:
87925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87926
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προλῐβᾰνωτίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fumigate with incense previously,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMag.Berol.</span> 2.19 </span>.</div> </div><br><br>'}