προληπτικός
προ-ληπτικός, ή, όν,
A). anticipative, κίνησις ; 2.427e σχῆμα Fig. p.158 ; χρόνος π. τοῦ ἀποτελέσματος Vett. Val. 244.31 . Adv. -κῶς Sch. Av. 35 , Pron. 10.22 : Comp. -ώτερον prematurely, ib. 47.10 .
II). Medic., of intermittent fevers, coming before the time, . Adv. 7.359 -κῶς ib. 361 .