Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγριοκάρδαμον
ἀγριόκαρδον
ἀγριοκάρυον
ἀγριοκινάρα
ἀγριοκοκκύμηλον
ἀγριοκολοκύντη
ἀγριοκρόμμυον
ἀγριοκύμινον
ἀγριολάχανα
ἀγριολειχήν
ἀγρίολον
ἀγριομαλάχη
ἀγριομέλιττα
ἀγριόμορφος
ἀγριομυρίκη
ἀγριομύρμηξ
ἀγριόνους
ἀγριοπήγανον
ἀγριοπηγός
ἀγριοποιέω
ἀγριοποιός
View word page
ἀγρίολον
ἀγρίολον, τό,
A). = ἱπποσέλινον Dsc. 3.67 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγρίολον
Headword (normalized):
ἀγρίολον
Headword (normalized/stripped):
αγριολον
IDX:
878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-879
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγρίολον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἱπποσέλινον</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.67 </span>.</div> </div><br><br>'}