Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκυνηγία
προκύνητος
προκύπτω
προκυρόομαι
πρόκυρτος
πρόκυψις
Προκύων
προκωδωνίξω
προκώλυμα
προκώμιον
προκωμογραμματεύς
προκώνια
προκωνίαι
πρόκωπος
προλαβή
προλαβόντως
προλαγχάνω
προλάζυμαι
προλάκκιον
προλαλέω
προλαλιά
View word page
προκωμογραμματεύς
προκωμογραμμᾰτεύς, έως, ,
A). deputy κωμογραμματεύς, PTeb. 793 ii 21 (ii B.C.).


ShortDef

deputy

Debugging

Headword:
προκωμογραμματεύς
Headword (normalized):
προκωμογραμματεύς
Headword (normalized/stripped):
προκωμογραμματευς
IDX:
87892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87893
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκωμογραμμᾰτεύς</span>, <span class="itype greek">έως</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">deputy</span> <span class="foreign greek">κωμογραμματεύς,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PTeb.</span> 793 ii 21 </span> (ii B.C.).</div> </div><br><br>'}