Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκυλινδέομαι
προκυλίνδομαι
προκύλισις
προκυλισμός
προκυμία
προκυνέω
προκυνηγία
προκύνητος
προκύπτω
προκυρόομαι
πρόκυρτος
πρόκυψις
Προκύων
προκωδωνίξω
προκώλυμα
προκώμιον
προκωμογραμματεύς
προκώνια
προκωνίαι
πρόκωπος
προλαβή
View word page
πρόκυρτος
πρόκυρτος, ον,
A). convex forwards, Ruf. Oss. 30 .


ShortDef

convex forwards

Debugging

Headword:
πρόκυρτος
Headword (normalized):
πρόκυρτος
Headword (normalized/stripped):
προκυρτος
IDX:
87886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87887
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρόκυρτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">convex forwards,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ruf.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Oss.</span> 30 </span>.</div> </div><br><br>'}