Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
πρόκροον
πρόκροσσοι
πρόκρουμα
πρόκρουσις
προκρούω
προκρύπτω
προκτάομαι
προκτενίξω
πρόκτησις
προκτητικός
προκτήτρια
προκτήτωρ
προκυβερνάω
προκυέω
προκυκλέω
προκύκλιος
προκυκλίς
προκυλινδέομαι
προκυλίνδομαι
προκύλισις
προκυλισμός
View word page
προκτήτρια
προ-κτήτρια
,
ἡ
, fem. of sq.,
BGU
619.12
(ii A.D.),
POxy.
78.21
(iii A.D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
προκτήτρια
Headword (normalized):
προκτήτρια
Headword (normalized/stripped):
προκτητρια
IDX:
87869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87870
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προ-κτήτρια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, fem. of sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 619.12 </span> (ii A.D.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 78.21 </span> (iii A.D.).</div><br><br>'}