Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκόνδυλοι
πρόκοος
προκοπή
προκοπιάω
πρόκοπος
προκόπτας
προκοπτικός
προκόπτω
πρόκορμος
προκόσμημα
προκοσμητεύω
προκόσμιον
προκόσμιος
προκόττα
πρόκουρος
πρόκοψις
πρόκρανος
προκρατέω
προκρεμαννύω
πρόκρημνος
πρόκριμα
View word page
προκοσμητεύω
προκοσμητεύω,
A). to be a deputy -κοσμητής, CPR 228.1 (iii A.D.).


ShortDef

to be a deputy

Debugging

Headword:
προκοσμητεύω
Headword (normalized):
προκοσμητεύω
Headword (normalized/stripped):
προκοσμητευω
IDX:
87840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87841
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκοσμητεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be a deputy</span> <span class="foreign greek">-κοσμητής,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CPR</span> 228.1 </span> (iii A.D.).</div> </div><br><br>'}