Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκομίζω
προκόμιον
προκόμισμα
πρόκομμα
προκόνδυλοι
πρόκοος
προκοπή
προκοπιάω
πρόκοπος
προκόπτας
προκοπτικός
προκόπτω
πρόκορμος
προκόσμημα
προκοσμητεύω
προκόσμιον
προκόσμιος
προκόττα
πρόκουρος
πρόκοψις
πρόκρανος
View word page
προκοπτικός
προ-κοπτικός, , όν,
A). advantageous, Vett. Val. 178.2 , al.


ShortDef

advantageous

Debugging

Headword:
προκοπτικός
Headword (normalized):
προκοπτικός
Headword (normalized/stripped):
προκοπτικος
IDX:
87836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87837
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προ-κοπτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">advantageous,</span> Vett. Val.<span class="bibl"> 178.2 </span>, al.</div> </div><br><br>'}