Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκομία
προκομιδ
προκομίζω
προκόμιον
προκόμισμα
πρόκομμα
προκόνδυλοι
πρόκοος
προκοπή
προκοπιάω
πρόκοπος
προκόπτας
προκοπτικός
προκόπτω
πρόκορμος
προκόσμημα
προκοσμητεύω
προκόσμιον
προκόσμιος
προκόττα
πρόκουρος
View word page
πρόκοπος
πρό-κοπος,
A). v. πρόκωπος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρόκοπος
Headword (normalized):
πρόκοπος
Headword (normalized/stripped):
προκοπος
IDX:
87834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87835
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρό-κοπος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρόκωπος.</span> </div> </div><br><br>'}