Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκολακεύω
προκόλπιον
πρόκολπος
προκομία
προκομιδ
προκομίζω
προκόμιον
προκόμισμα
πρόκομμα
προκόνδυλοι
πρόκοος
προκοπή
προκοπιάω
πρόκοπος
προκόπτας
προκοπτικός
προκόπτω
πρόκορμος
προκόσμημα
προκοσμητεύω
προκόσμιον
View word page
πρόκοος
πρόκοος· πονηρός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρόκοος
Headword (normalized):
πρόκοος
Headword (normalized/stripped):
προκοος
IDX:
87831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87832
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρόκοος·</span> <span class="foreign greek">πονηρός,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}