Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκοιτών
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
πρόκολπος
προκομία
προκομιδ
προκομίζω
προκόμιον
προκόμισμα
πρόκομμα
προκόνδυλοι
πρόκοος
προκοπή
προκοπιάω
πρόκοπος
προκόπτας
προκοπτικός
προκόπτω
πρόκορμος
προκόσμημα
View word page
πρόκομμα
πρόκομμα, ατος, τό,
A). progress, dub. in Gloss.


ShortDef

progress

Debugging

Headword:
πρόκομμα
Headword (normalized):
πρόκομμα
Headword (normalized/stripped):
προκομμα
IDX:
87829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87830
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρόκομμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">progress,</span> dub. in <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}