Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

πρόκοιτος
προκοιτών
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
πρόκολπος
προκομία
προκομιδ
προκομίζω
προκόμιον
προκόμισμα
πρόκομμα
προκόνδυλοι
πρόκοος
προκοπή
προκοπιάω
πρόκοπος
προκόπτας
προκοπτικός
προκόπτω
πρόκορμος
View word page
προκόμισμα
προκόμισμα,
A). f.l. for προκόσμημα , EM 363.28 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προκόμισμα
Headword (normalized):
προκόμισμα
Headword (normalized/stripped):
προκομισμα
IDX:
87828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87829
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκόμισμα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">προκόσμημα</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:363:28" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:363.28/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 363.28 </a>.</div> </div><br><br>'}