Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκοιμάομαι
προκοιτέω
προκοιτία
πρόκοιτος
προκοιτών
προκολάζω
προκολακεύω
προκόλπιον
πρόκολπος
προκομία
προκομιδ
προκομίζω
προκόμιον
προκόμισμα
πρόκομμα
προκόνδυλοι
πρόκοος
προκοπή
προκοπιάω
πρόκοπος
προκόπτας
View word page
προκομιδ
προκομ-ῐδ , ,
A). prolatio, Gloss.


ShortDef

prolatio

Debugging

Headword:
προκομιδ
Headword (normalized):
προκομιδ
Headword (normalized/stripped):
προκομιδ
IDX:
87825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87826
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκομ-ῐδ</span> <span class="itype greek">ή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">prolatio,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}