Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προκινέω
προκινησία
προκιόνιον
προκισηρίζω
προκιχράω
προκλαίω
πρόκλαστος
προκλέπτομαι
προκληδί
προκληδονίζομαι
πρόκληροι
προκληρονομέω
προκληρόω
προκλησία
πρόκλησις
προκλητέον
προκλητής
προκλητικός
πρόκλητος
προκλίνω
προκλίτης
View word page
πρόκληροι
πρό-κληροι
,
οἱ
, dub. sens. in
Rev.Ét.Gr.
19.131
(Aphrodisias).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πρόκληροι
Headword (normalized):
πρόκληροι
Headword (normalized/stripped):
προκληροι
IDX:
87794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87795
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρό-κληροι</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Rev.Ét.Gr.</span> 19.131 </span> (Aphrodisias).</div><br><br>'}