προκελευσματικός (sc.
πούς),
ὁ,
A). proceleusmatic, a foot consisting of four short syllables,
Heph. 3.3 (
-κελευμ- cod. Ambr.);
π. ἁπλοῦς (
&&),
διπλοῦς (
&&&&),
Aristid. Quint. 1.15 :
-κόν (with or without
μέτρον),
τό,
Heph. 8.1 ,
D.L. 6.79 ;
π. ῥυθμοί D.H. 7.72 .