Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκατήχησις
προκατισχνόομαι
προκατοδύρομαι
προκατοικέω
προκατονομάξω
προκατοπτάομαι
προκατοπτεύω
προκατορθόω
προκατορρωδέω
προκατορυγμός
προκατόψομαι
πρόκαυσις
προκαυτεύω
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκελευσματικός
προκελεύω
προκενεαγγέω
προκενόω
προκεντέω
προκέντημα
View word page
προκατόψομαι
προκατ-όψομαι,
A). v. προκαθοράω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προκατόψομαι
Headword (normalized):
προκατόψομαι
Headword (normalized/stripped):
προκατοψομαι
IDX:
87761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87762
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατ-όψομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">προκαθοράω.</span> </div> </div><br><br>'}