Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκατηχέω
προκατήχησις
προκατισχνόομαι
προκατοδύρομαι
προκατοικέω
προκατονομάξω
προκατοπτάομαι
προκατοπτεύω
προκατορθόω
προκατορρωδέω
προκατορυγμός
προκατόψομαι
πρόκαυσις
προκαυτεύω
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκελευσματικός
προκελεύω
προκενεαγγέω
προκενόω
προκεντέω
View word page
προκατορυγμός
προκατ-ορυγμός, , =
A). propagatio, Gloss.


ShortDef

propagatio

Debugging

Headword:
προκατορυγμός
Headword (normalized):
προκατορυγμός
Headword (normalized/stripped):
προκατορυγμος
IDX:
87760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87761
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατ-ορυγμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">propagatio,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}