Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκατηγορέω
προκατηγορία
προκατηχέω
προκατήχησις
προκατισχνόομαι
προκατοδύρομαι
προκατοικέω
προκατονομάξω
προκατοπτάομαι
προκατοπτεύω
προκατορθόω
προκατορρωδέω
προκατορυγμός
προκατόψομαι
πρόκαυσις
προκαυτεύω
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκελευσματικός
προκελεύω
προκενεαγγέω
View word page
προκατορθόω
προκατ-ορθόω,
A). to be successful before, προκατορθώσας τι D.C. 48.42 .


ShortDef

to be successful before

Debugging

Headword:
προκατορθόω
Headword (normalized):
προκατορθόω
Headword (normalized/stripped):
προκατορθοω
IDX:
87758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87759
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατ-ορθόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be successful before,</span> <span class="quote greek">προκατορθώσας τι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:48:42" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:48.42/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.C.</span> 48.42 </a> .</div> </div><br><br>'}