Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκατεύχομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορία
προκατηχέω
προκατήχησις
προκατισχνόομαι
προκατοδύρομαι
προκατοικέω
προκατονομάξω
προκατοπτάομαι
προκατοπτεύω
προκατορθόω
προκατορρωδέω
προκατορυγμός
προκατόψομαι
πρόκαυσις
προκαυτεύω
πρόκειμαι
προκέλευθος
προκελευσματικός
View word page
προκατοπτάομαι
προκατ-οπτάομαι,
A). become adust first, of humours, Gal. 15.86 .


ShortDef

become adust first

Debugging

Headword:
προκατοπτάομαι
Headword (normalized):
προκατοπτάομαι
Headword (normalized/stripped):
προκατοπταομαι
IDX:
87756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87757
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατ-οπτάομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">become adust first,</span> of humours, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 15.86 </span>.</div> </div><br><br>'}