Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκατεσθίω
προκατεύχομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορία
προκατηχέω
προκατήχησις
προκατισχνόομαι
προκατοδύρομαι
προκατοικέω
προκατονομάξω
προκατοπτάομαι
προκατοπτεύω
προκατορθόω
προκατορρωδέω
προκατορυγμός
προκατόψομαι
πρόκαυσις
προκαυτεύω
πρόκειμαι
προκέλευθος
View word page
προκατονομάξω
προκατ-ονομάξω,
A). name beforehand, Id. Ap. 1.14 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προκατονομάξω
Headword (normalized):
προκατονομάξω
Headword (normalized/stripped):
προκατονομαξω
IDX:
87755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87756
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατ-ονομάξω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">name beforehand,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg003.perseus-grc1:1:14" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg003.perseus-grc1:1.14/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ap.</span> 1.14 </a>.</div> </div><br><br>'}