Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκατέρχομαι
προκατεσθίω
προκατεύχομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορία
προκατηχέω
προκατήχησις
προκατισχνόομαι
προκατοδύρομαι
προκατοικέω
προκατονομάξω
προκατοπτάομαι
προκατοπτεύω
προκατορθόω
προκατορρωδέω
προκατορυγμός
προκατόψομαι
πρόκαυσις
προκαυτεύω
πρόκειμαι
View word page
προκατοικέω
προκατ-οικέω,
A). inhabit before, J. AJ 1.6.1 .


ShortDef

inhabit before

Debugging

Headword:
προκατοικέω
Headword (normalized):
προκατοικέω
Headword (normalized/stripped):
προκατοικεω
IDX:
87754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87755
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατ-οικέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">inhabit before,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg001.perseus-grc1:1:6:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg001.perseus-grc1:1:6:1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">J.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">AJ</span> 1.6.1 </a>.</div> </div><br><br>'}