Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκατεργάζομαι
προκατέρχομαι
προκατεσθίω
προκατεύχομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορία
προκατηχέω
προκατήχησις
προκατισχνόομαι
προκατοδύρομαι
προκατοικέω
προκατονομάξω
προκατοπτάομαι
προκατοπτεύω
προκατορθόω
προκατορρωδέω
προκατορυγμός
προκατόψομαι
πρόκαυσις
προκαυτεύω
View word page
προκατοδύρομαι
προκατ-οδύρομαι [ῡ],
A). lament beforehand, τὴν ἐσομένην συμφοράν D.S. 37.19 .


ShortDef

lament beforehand

Debugging

Headword:
προκατοδύρομαι
Headword (normalized):
προκατοδύρομαι
Headword (normalized/stripped):
προκατοδυρομαι
IDX:
87753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87754
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατ-οδύρομαι</span> <span class="foreign greek">[ῡ</span>], <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lament beforehand,</span> <span class="quote greek">τὴν ἐσομένην συμφοράν</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:37:19" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:37.19/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.S.</span> 37.19 </a> .</div> </div><br><br>'}