Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκαταφορά
προκαταχέω
προκαταχράομαι
προκαταχρίω
προκαταχωρίζω
προκαταψάω
προκαταψύχω
πρόκατε
προκατεγγυάω
προκατεισδύνω
προκατελίσσω
προκατελπίζω
προκατεπείγω
προκατεργάζομαι
προκατέρχομαι
προκατεσθίω
προκατεύχομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορία
προκατηχέω
View word page
προκατελίσσω
προκατ-ελίσσω,
A). wrap up before use, ὁάκεσι προκατειλίχθαι Hp. Mochl. 38 .


ShortDef

wrap up before use

Debugging

Headword:
προκατελίσσω
Headword (normalized):
προκατελίσσω
Headword (normalized/stripped):
προκατελισσω
IDX:
87740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87741
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατ-ελίσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wrap up before use,</span> <span class="quote greek">ὁάκεσι προκατειλίχθαι</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mochl.</span> 38 </span> .</div> </div><br><br>'}