Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκαταφθείρω
προκαταφορά
προκαταχέω
προκαταχράομαι
προκαταχρίω
προκαταχωρίζω
προκαταψάω
προκαταψύχω
πρόκατε
προκατεγγυάω
προκατεισδύνω
προκατελίσσω
προκατελπίζω
προκατεπείγω
προκατεργάζομαι
προκατέρχομαι
προκατεσθίω
προκατεύχομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
προκατηγορία
View word page
προκατεισδύνω
προκατ-εισδύνω,
A). go in before, Hero Spir.Praef.


ShortDef

go in before

Debugging

Headword:
προκατεισδύνω
Headword (normalized):
προκατεισδύνω
Headword (normalized/stripped):
προκατεισδυνω
IDX:
87739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87740
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατ-εισδύνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">go in before,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hero</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Spir.Praef.</span> </span> </div> </div><br><br>'}