Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταφορά
προκαταχέω
προκαταχράομαι
προκαταχρίω
προκαταχωρίζω
προκαταψάω
προκαταψύχω
πρόκατε
προκατεγγυάω
προκατεισδύνω
προκατελίσσω
προκατελπίζω
προκατεπείγω
προκατεργάζομαι
προκατέρχομαι
προκατεσθίω
προκατεύχομαι
προκατέχω
προκατηγορέω
View word page
προκατεγγυάω
προκατ-εγγῠάω
,
A).
betroth beforehand,
Tz.ad
Lyc.
538
( Pass.).
ShortDef
betroth beforehand
Debugging
Headword:
προκατεγγυάω
Headword (normalized):
προκατεγγυάω
Headword (normalized/stripped):
προκατεγγυαω
IDX:
87738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87739
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατ-εγγῠάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">betroth beforehand,</span> Tz.ad <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 538 </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}