Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκαταφέρομαι
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταφορά
προκαταχέω
προκαταχράομαι
προκαταχρίω
προκαταχωρίζω
προκαταψάω
προκαταψύχω
πρόκατε
προκατεγγυάω
προκατεισδύνω
προκατελίσσω
προκατελπίζω
προκατεπείγω
προκατεργάζομαι
προκατέρχομαι
προκατεσθίω
προκατεύχομαι
προκατέχω
View word page
πρόκατε
πρόκατε,
A). v. πρόκα.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πρόκατε
Headword (normalized):
πρόκατε
Headword (normalized/stripped):
προκατε
IDX:
87737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87738
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">πρόκατε</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">πρόκα.</span> </div> </div><br><br>'}