Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκατατίθημι
προκατατρίβω
προκαταυλέω
προκαταύλησις
προκαταφέρομαι
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταφορά
προκαταχέω
προκαταχράομαι
προκαταχρίω
προκαταχωρίζω
προκαταψάω
προκαταψύχω
πρόκατε
προκατεγγυάω
προκατεισδύνω
προκατελίσσω
προκατελπίζω
προκατεπείγω
προκατεργάζομαι
View word page
προκαταχρίω
προκατα-χρίω,
A). smear beforehand, μέλιτι Dsc. 1.43 , cf. Asclep. ap. Gal. 12.411 .


ShortDef

smear beforehand

Debugging

Headword:
προκαταχρίω
Headword (normalized):
προκαταχρίω
Headword (normalized/stripped):
προκαταχριω
IDX:
87733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87734
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατα-χρίω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">smear beforehand,</span> <span class="quote greek">μέλιτι</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.43 </span> , cf. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Asclep.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.411 </span>.</div> </div><br><br>'}