προκαταχράομαι
προκατα-χράομαι,
A). use up beforehand, τοῖς ἐφοδίοις Comp.Dion.Brut. 1 , cf. Rh. 10.13 , Or. 36 ( 48 ). 103 : pf., διὰ τὸ προκατακεχρῆσθαι (sc. τὰς ἐκκλησίας), in pass. sense, or (if ταῖς ἐκκλησίαις be supplied) in act. sense, . 19.154