Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκατασπείρω
προκατάστασις
προκαταστατικός
προκαταστέλλω
προκαταστοχάζομαι
προκαταστρέφω
προκαταστροφή
προκατασύρω
προκατασφάζω
προκατασχάζω
προκαταταράσσω
προκαταταχέω
προκατατίθημι
προκατατρίβω
προκαταυλέω
προκαταύλησις
προκαταφέρομαι
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταφορά
προκαταχέω
View word page
προκαταταράσσω
προκατα-τᾰράσσω,
A). disturb beforehand, Iamb. Myst. 3.7 ( Pass., fort. -καταρχθῇ).


ShortDef

disturb beforehand

Debugging

Headword:
προκαταταράσσω
Headword (normalized):
προκαταταράσσω
Headword (normalized/stripped):
προκαταταρασσω
IDX:
87721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87722
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατα-τᾰράσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">disturb beforehand,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg006:3:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg006:3.7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Iamb.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Myst.</span> 3.7 </a> ( Pass., fort. <span class="foreign greek">-καταρχθῇ</span>).</div> </div><br><br>'}