Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκατασκιρρόομαι
προκατασπείρω
προκατάστασις
προκαταστατικός
προκαταστέλλω
προκαταστοχάζομαι
προκαταστρέφω
προκαταστροφή
προκατασύρω
προκατασφάζω
προκατασχάζω
προκαταταράσσω
προκαταταχέω
προκατατίθημι
προκατατρίβω
προκαταυλέω
προκαταύλησις
προκαταφέρομαι
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
προκαταφορά
View word page
προκατασχάζω
προκατα-σχάζω,
A). scarify beforehand, Dsc. 3.80.4 ( Pass.), Aët. 13.23 .


ShortDef

scarify beforehand

Debugging

Headword:
προκατασχάζω
Headword (normalized):
προκατασχάζω
Headword (normalized/stripped):
προκατασχαζω
IDX:
87720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87721
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατα-σχάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">scarify beforehand,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.80.4 </span> ( Pass.), <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg013:23" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg013:23/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aët.</span> 13.23 </a>.</div> </div><br><br>'}