Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

προκατασκευή
προκατασκιρρόομαι
προκατασπείρω
προκατάστασις
προκαταστατικός
προκαταστέλλω
προκαταστοχάζομαι
προκαταστρέφω
προκαταστροφή
προκατασύρω
προκατασφάζω
προκατασχάζω
προκαταταράσσω
προκαταταχέω
προκατατίθημι
προκατατρίβω
προκαταυλέω
προκαταύλησις
προκαταφέρομαι
προκαταφεύγω
προκαταφθείρω
View word page
προκατασφάζω
προκατα-σφάζω,
A). slay before, App. Hisp. 12 .


ShortDef

slay before

Debugging

Headword:
προκατασφάζω
Headword (normalized):
προκατασφάζω
Headword (normalized/stripped):
προκατασφαζω
IDX:
87719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-87720
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">προκατα-σφάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">slay before,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0551.tlg007.perseus-grc1:12" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0551.tlg007.perseus-grc1:12/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">App.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Hisp.</span> 12 </a>.</div> </div><br><br>'}